σουργούνης

σουργούνης
ο
(λ. τουρκ.), αυτός που ζει σε εξορία, ο εξόριστος, ο εξορισμένος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σουργούνης — ο, Ν αυτός που έχει διωχθεί από την πατρίδα του, εξόριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. surgun (πρβλ. σουργούνι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”